αγένωτος

αγένωτος
-η, -ο
ο αγίνωτος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγένωτος — η, ο βλ. αγίνωτος, η, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγίνωτος — και αγένωτος, η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει, να συντελεστεί, ανεκτέλεστος, ακατόρθωτος 2. (για φρούτα, σπαρτά κ.λπ.) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμα, άγουρος 3. (για ζύμη, κρασί κ.λπ.) αυτός που δεν έχει υποστεί επαρκή ζύμωση 4. (για φαγητά)… …   Dictionary of Greek

  • αγίνωτος — αγίνωτος, η, ο και αγένωτος, η, ο 1. αυτός που δεν έγινε ακόμη, ο άφτιαχτος: Οι δουλειές του σπιτιού ήταν όλες αγίνωτες. 2. αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη: Το πεπόνι ήταν αγίνωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”